- άγκλισμα
- και άγλισμα, το1. άντληση, λήψη νερού, κρασιού κ.λπ. με την αγκλιά2. κένωση, άδειασμα (νερού από πηγάδι, κρασιού από βαρέλι κ.λπ.)3. γεν. καθαρισμός, καθαριότητα (σπιτιού από τις σκόνες, μάντρας από τις κοπριές κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. άντλημα].
Dictionary of Greek. 2013.